WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marry into [sth] vtr phrasal insep (become part of: a family) (σε οικογένεια)παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ περίφρ
  (μιας οικογένειας)παντρεύομαι και γίνομαι μέλος περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Μπορεί να αποδοθεί και με άλλους τρόπους, πχ «Η οικογένεια του άντρα της Σόφυ είναι από την Ιταλία» ή «Μετά το γάμο της, η Σόφυ έγινε μέλος μιας ιταλικής οικογένειας».
 Sophie married into an Italian family.
marry into [sth] vtr phrasal insep (acquire through marriage)αποκτώ κτ με το γάμο μου περίφρ
 William married into a life of wealth and privilege.
 Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'marry into' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση marry into στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «marry into».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!